- πυρσόκορσος
- -ον, Α1. ο πυρσόκομος*2. (κατά τον Ησύχ.) «πυρσοκόρσου λέοντοςπυρροκεφάλου, ξανθοτρίχου».[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (ΙΙ), δωρ. τ. τού πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -κορσος (< κόρση «κόμη τών κροτάφων»), πρβλ. δοχμό-κορσος].
Dictionary of Greek. 2013.